- свой
- своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•
свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•
любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•
он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•
встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•
сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•
я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•
я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•
делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•
это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..
2. συγγενής, οικείος•приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•
он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•
я был у своих ήμουν στους δικούς•
здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).
|| έμπιστος•свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).
εκφρ.по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.